πολλαπλασιαστής

πολλαπλασιαστής
ο, Ν
1. αυτός που αυξάνει κάτι κατά το μέγεθος ή κατά την ποσότητα
2. τεχνολ. επαγωγικό πηνίο το οποίο αποτελεί μέρος τού συστήματος ανάφλεξης ενός βενζινοκινητήρα όταν αυτή γίνεται με τη βοήθεια μπαταρίας
3. μαθημ. ο ένας από τους δύο παράγοντες που αποτελούν ένα γινόμενο ο οποίος δηλώνει πόσες φορές θα ληφθεί αριθμός ή μέγεθος για να προκύψει το γινόμενο
4. (οικον.) ο αριθμητικός συντελεστής ο οποίος εκφράζει την επίδραση μιας μεταβολής τής συνολικής εθνικής επένδυσης επί τού συνολικού εθνικού εισοδήματος
5. φρ. α) «πολλαπλασιαστής ηλεκτρονίων»
φυσ. διάταξη που επιτρέπει, χάρη στη δευτερογενή εκπομπή ηλεκτρονίων, την τεράστια αύξηση τής ευαισθησίας ενός φωτοκυττάρου, αλλ. φωτοπολλαπλασιαστής
β) «πολλαπλασιαστής συχνότητας»
φυσ. τύπος μετασχηματιστή στον οποίο η συχνότητα εξόδου από το δευτερεύον είναι ακέραιο πολλαπλάσιο τής συχνότητας που εφαρμόζεται στο πρωτεύον
γ) «πολλαπλασιαστής ταχύτητας»
τεχνολ. μηχανισμός με τον οποίο μεταδίδεται η κίνηση περιστρεφόμενου άξονα σε άλλον έτσι ώστε ο δεύτερος να περιστρέφεται ταχύτερα από τον πρώτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολλαπλασιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ν. Θεοτόκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολλαπλασιαστής — ο 1. αυτός που πολλαπλασιάζει, που αυξαίνει. 2. (μαθημ.), ο αριθμός με τον οποίο πολλαπλασιάζεται ένας άλλος αριθμός: Οι όροι της πράξης του πολλαπλασιασμού είναι ο πολλαπλασιαστής, ο πολλαπλασιαστέος και το γινόμενο. 3. κάθε εργαλείο ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… …   Dictionary of Greek

  • πολλαπλασιαστέος — α, ο, Ν 1. αυτός που οφείλει να αυξηθεί 2. το αρσ. ως ουσ. ο πολλαπλασιαστέος μαθημ. ο αριθμός που πρόκειται να πολλαπλασιαστεί επί άλλον, ο οποίος καλείται πολλαπλασιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολλαπλασιάζω + κατάλ. τέος (πρβλ. αφαιρε τέος, διαιρε… …   Dictionary of Greek

  • σπινθηριστής — Ηλεκτρική διάταξη παραγωγής σπινθήρων. Αποτελείται βασικά από δύο ηλεκτρόδια, συνήθως μορφής ακίδας, μεταξύ των οποίων εκσπά ηλεκτρικός σπινθήρας, όταν η ηλεκτρική τάση που εφαρμόζεται σ’ αυτά υπερβεί μια ορισμένη τιμή, εξαρτώμενη από την… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • φωτοπολλαπλασιαστής — ο, Ν (ηλεκτρον.) χαρακτηρισμός φωτοηλεκτρικού κυττάρου με ικανότητα πολλαπλασιασμού τών ηλεκτρονίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. photomultiplicateur < photo (< φωτ[ο] *) + multiplicateur «πολλαπλασιαστής»] …   Dictionary of Greek

  • αριθμητική — Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά τους φυσικούς αριθμούς: 1, 2, 3, 4... Η ενασχόληση με τους φυσικούς αριθμούς είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος, η α. όμως ως επιστήμη είναι σχετικά νέα. Ως θεμελιωτής της α. μπορεί να θεωρηθεί o Πυθαγόρας,… …   Dictionary of Greek

  • επαγωγικό πηνίο — Ειδική διάταξη για την παραγωγή πολύ υψηλών τάσεων βραχείας διαρκείας, με την εκμετάλλευση του φαινομένου της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής. Χρησιμοποιείται, παραδείγματος χάριν, για να τροφοδοτεί τους σωλήνες παραγωγής ακτίνων Χ. Σχηματικά,… …   Dictionary of Greek

  • κλύστρο — (η). Ηλεκτρονική λυχνία ικανή να ενισχύει ή να παράγει ηλεκτρικές ταλαντώσεις πολύ υψηλής συχνότητας (μέχρι 50 GHz). Όταν έχουμε συχνότητες που αντιστοιχούν σε μήκη κύματος της τάξης των εκατοστών έως μερικών χιλιοστών του μέτρου, ο χρόνος που… …   Dictionary of Greek

  • Πογκέντορφ, Γιόχαν Κρίστιαν — (Poggendorff, Αμβούργο 1796 – Βερολίνο 1877). Γερμανός φυσικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου, στο οποίο αργότερα έγινε καθηγητής. Έκανε έρευνες πάνω στον ηλεκτρισμό και το μαγνητισμό και έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην ανάπτυξη διαφόρων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”